- συνουσιούμαι
- -όομαι, Αβλ. συνουσιῶ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνουσίωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [συνουσιοῡμαι] ουσιώδης σύνδεση, συνένωση με κάποιον μσν. συνύπαρξη … Dictionary of Greek
συνουσιωτής — ὁ, Μ [συνουσιοῡμαι] μαθητής ή οπαδός κάποιου («τοῑς Χριστοῡ... συνουσιώταις», Θεοφύλ. Βούλγ.) … Dictionary of Greek
συνουσιώ — όω, και άω, ΜΑ [συνουσία] μέσ. συνουσιοῡμαι, όομαι, και σπάν. άομαι 1. ενώνομαι ουσιωδώς με κάποιον («συνουσιοῡται μουσικὴ τῇ ψυχῇ», Αλέξ. Αφρ.) 2. χημ. αναμιγνύομαι μσν. πραγματοποιώ («ἔρως συνουσιώσας τὴν φιλάλληλον σχέσιν», Πισίδ. Γ.) … Dictionary of Greek